φιλιότσος

φιλιότσος
ο, θηλ. φιλιότσα, Ν
αναδεκτός, βαφτισιμιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. figlioccio «βαφτισιμιός», figlioccia «βαφτισιμιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλιότσος — ο θηλ α (λ. ιταλ.), ο αναδεχτός, ο βαφτιστικός, ο βαφτισιμιός: Ο φιλιότσος έχει το νονό του πνευματικό πατέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλιότσα — η, Ν βλ. φιλιότσος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”