φιλιότσος — ο θηλ α (λ. ιταλ.), ο αναδεχτός, ο βαφτιστικός, ο βαφτισιμιός: Ο φιλιότσος έχει το νονό του πνευματικό πατέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλιότσα — η, Ν βλ. φιλιότσος … Dictionary of Greek